- πετηλίς
- -ίδος, ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) «ακρίς».[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη παραμένει η σύνδεση τής λ. με το πετάννυμι ή το πέτομαι (πρβλ. και πετηνίς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πετηλίς — locust fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεταλούδα — I Ακμαίο στάδιο των λεπιδόπτερων. Είναι έντομο με μικρό κεφάλι, αλλά ιδιαίτερα αναπτυγμένο κατά την έννοια του πλάτους τα πλευρικά μάτια είναι σύνθετα, μεγάλα και αποτελούνται από πολυάριθμα ομματίδια ή απλά μάτια (μέχρι 27.000 στη σφίγγα του… … Dictionary of Greek
πετηνίς — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «κόρις». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ένταξη τής λ. στην οικογένεια τού πετάννυμι* ή τού πέτομαι* παραμένει αμφίβολη (πρβλ. και πετηλίς)] … Dictionary of Greek